- κοπή
- η (ΑM κοπή) [κόπτω]τομή, κόψιμο («κοπή μετάλλων»)νεοελλ.1. ποίμνιο, κοπάδι2. το κούρεμα τών προβάτων και η κατάλληλη εποχή που γίνεται αυτόμσν.1. σχήμα, κατατομή2. περικοπή, μείωσημσν.-αρχ.σφαγή («κόπτοντες αὐτοὺς κοπὴν μεγάλην σφόδρα ἕως εἰς τέλος», ΠΔ)αρχ.1. κόψιμο μεταλλ. νομισμάτων, νομισματοκοπία2. σύντριψη, κοπάνισμα σε γουδί3. μόχθος, κόπος, ταλαιπωρία4. χτύπημα, κρούση, σύγκρουση5. διακοπή σχέσεων, διαζύγιο6. λαβή ξίφους.
Dictionary of Greek. 2013.